- άγνωστος
- -η, -ο (Α ἄγνωστος, -η, -ον) [γνωστός]1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν)αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες αισθήσεις, που βρίσκεται πέρα από τα όρια τής ανθρώπινης γνώσης3. Μαθ. μέγεθος που εμφανίζεται σε κάποιο πρόβλημα το οποίο ζητά τον προσδιορισμό του, και που πρέπει να προσδιοριστεί.αρχ.1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν εννοήσει, ο ακατάληπτος2. αυτός που δεν γνωρίζει, που αγνοεί κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.